ανθεμιον

ανθεμιον
    ἀνθέμιον
    τό
    1) цветок, цветочек Anth.
    2) рисунок цветка Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανθεμιον" в других словарях:

  • ἀνθέμιον — honeysuckle pattern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθέμιον — Ἀνθέμιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεμίοιο — ἀνθέμιον honeysuckle pattern neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεμίου — ἀνθέμιον honeysuckle pattern neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεμίων — ἀνθέμιον honeysuckle pattern neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεμίῳ — ἀνθέμιον honeysuckle pattern neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθέμια — ἀνθέμιον honeysuckle pattern neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Despotiko — Δεσποτικό Geography Coordinates: 36°58′N 24°59′E /  …   Wikipedia

  • Пупавка — ? Пупавка Пупавка полевая …   Википедия

  • ανθέμιο — Διακοσμητικό στοιχείο φυτικής έμπνευσης, που το χρησιμοποίησε σε αμέτρητες ποικιλίες η αρχαία ελληνική τέχνη από την αρχαϊκή περίοδο, το πήραν οι μεταγενέστερες τέχνες, έφτασε στη νεοκλασική αρχιτεκτονική και εξακολουθεί να επιζεί. Το α. δεν… …   Dictionary of Greek

  • εύσπορος — εὔσπορος, ον, επικ. τ. ἐΰσπορος, ον (Α) 1. ο σπαρμένος καλά (α. «εὔσποροι γύαι» β. «εὔσπορος Αἴγυπτος») 2. πλούσιος σε σπόρους, με άφθονους σπόρους («εὔσπορον ἀνθέμιον») 3. (για τον Ερμή) προστάτης τής σποράς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»